Κόκος, νησιά — (Cocos Islands). Αρχιπέλαγος (13 τ. χλμ., 632 κάτ. το 2002) του Ινδικού ωκεανού, που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Αυστραλίας. Αποτελείται από 27 μικρά κοραλλιογενή νησιά, που βρίσκονται στη μέση της απόστασης μεταξύ της αυστραλιανής πόλης Περθ… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
κοκό — (I) το (στη γλώσσα τών νηπίων) κάθε φαγώσιμο και κυρίως το αβγό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας]. (II) το, και κόκος, ο βλ. κόκος … Dictionary of Greek
Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… … Dictionary of Greek
Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… … Dictionary of Greek
Κίλινγκ — (Keeling). Παλαιότερη ονομασία των νησιών Κόκος (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
λιθοσφαιρικές πλάκες — Τα τμήματα (έξι μεγάλα και αρκετά μικρότερα) στα οποία είναι χωρισμένη η λιθόσφαιρα (βλ. λ.) της Γης. Οι μεγαλύτερες λ.π. είναι η ευρασιατική, η ειρηνική, η βορειοαμερικανική, η νοτιοαμερικανική, η αφρικανική, η ανταρκτική και η ινδο αυστραλιανή … Dictionary of Greek