κόκος

κόκος
ο
(βοτ)
επιστημονική ονομασία τού κοκοφοίνικα, γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες, που ανήκει στην τάξη αρεκώδη ή, σύμφωνα με άλλα ταξινομικά συστήματα, στην τάξη σπαδικανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. cocos (< πορτογ. coco «εφιάλτης, μπαμπούλας», πιθ. παιδική γλώσσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κόκος, νησιά — (Cocos Islands). Αρχιπέλαγος (13 τ. χλμ., 632 κάτ. το 2002) του Ινδικού ωκεανού, που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Αυστραλίας. Αποτελείται από 27 μικρά κοραλλιογενή νησιά, που βρίσκονται στη μέση της απόστασης μεταξύ της αυστραλιανής πόλης Περθ… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • κοκό — (I) το (στη γλώσσα τών νηπίων) κάθε φαγώσιμο και κυρίως το αβγό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας]. (II) το, και κόκος, ο βλ. κόκος …   Dictionary of Greek

  • Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • Κίλινγκ — (Keeling). Παλαιότερη ονομασία των νησιών Κόκος (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • λιθοσφαιρικές πλάκες — Τα τμήματα (έξι μεγάλα και αρκετά μικρότερα) στα οποία είναι χωρισμένη η λιθόσφαιρα (βλ. λ.) της Γης. Οι μεγαλύτερες λ.π. είναι η ευρασιατική, η ειρηνική, η βορειοαμερικανική, η νοτιοαμερικανική, η αφρικανική, η ανταρκτική και η ινδο αυστραλιανή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”